Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
ἐπιποθίαν — ἐπιποθίᾱν , ἐπιπόθησις longing after fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιποθία — ἐπιποθία, ἡ (Α) [επιποθώ] επιθυμία, λαχτάρα («ἐπιποθίαν δὲ ἔχων τοῡ ἐλθεῑν πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) … Dictionary of Greek